- προφέρομαι
- προφέρομαι, προφέρθηκα βλ. πίν. 218
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
προφέρομαι — προφέρω bring before pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διφορώ — ( έω και άω) (AM διφορῶ, έω) 1. (για φυτά) καρποφορώ δύο φορές τον χρόνο 2. παθ. γράφομαι, προφέρομαι ή παρουσιάζομαι με δύο διαφορετικούς τρόπους νεοελλ. (η μτχ. ενεστ.) διφορούμενος αυτός που μπορεί να ερμηνευθεί με δύο τρόπους, δίσημος, ασαφής … Dictionary of Greek
ιδιωτίζομαι — ἰδιωτίζομαι (Μ) [ιδιώτης] (για λέξη) διαμορφώνομαι ή προφέρομαι με τον τρόπο τής κοινής γλώσσας, τής καθημερινής ομιλίας … Dictionary of Greek
συστέλλω — ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυστέλλω Α κάνω κάτι να σμικρυνθεί σε όγκο ή σε έκταση, σμικρύνω νεοελλ. 1. μέσ. συστέλλομαι μτφ. αισθάνομαι ντροπή, δεν έχω τόλμη 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) συνεσταλμένος, η, ο ντροπαλός, άτολμος 3. φρ. «συνεσταλμένη… … Dictionary of Greek
ԸՆԾԱՅԵՄ — (եցի.) NBH 1 0778 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 10c, 12c ն. ԸՆԾԱՅԵՄ կամ ԸՆՁԱՅԵՄ. προσφέρω, καρπόω offero Ընծայ մատուցանել. ընձեռել ընձեռայս, այսինքն ʼի ձեռանէ տալ տուրս եւ նուէրս. նուիրել. պատարագել. եւ Պտղաբեր լինել… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՅԱՌԱՋԱԳԱՅԻՄ — (եցայ, եալ.) NBH 2 0332 Chronological Sequence: Unknown date, 7c, 9c, 10c ձ. προβαίνω, προέρχομαι, προφέρομαι, πρόειμι provenio, progredior, procedo, prodeo, proferor. Յառաջ գալ. ծագել. յառաջ խաղալ. բղխել. յառաջբերիլ. պատճառիլ. *Իմաստք ʼի մարդիկ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)